Σάββατο 1 Ιανουαρίου 2011

Παλιό ποίημα

Περιφρουρημένος από επίμονες αναμνήσεις, ανεβαίνω με βήματα μεγάλα την κλίμακα της μουσικής. Επάνω στις κρυστάλλινες κορυφές, το φως αφήνει τα ρούχα του να πέσουν. Στην είδοδο δυο πίδακες αναπηδούν, με χαιρετούν, λυγίζουν τα φλύαρα λοφία τους, σβήνουν μ' ένα μουγκρητό συγκατάθεσης. Στόμφος γεμάτος υποκρισία. Μέσα σε δωμάτια με πορτρέτα, κάποιος που ξέρω βγάζει μια πασιέντζα αρχινισμένη στα 1870, κάποιος που μ' έχει ξεχάσει γράφει γράμμα σε φίλο που δεν έχει ακόμα γεννηθεί. Πόρτες, χαμόγελα, ήρεμα βήματα, κρυφομιλήματα, διάδρομοι εκεί που το αίμα προχωρεί στο ρυθμό πένθιμων τυμπάνων. Στο βάθος, στο τελευταίο δωμάτιο, το φως το αχνό της λάμπας του πετρελαίου. Αυτό το φως μιλάει, ηθικολογεί, πιάνει συζητήσεις με τον ίδιο του τον εαυτό. Μου λέει πως κανένας δεν θα έρθει, πως η ελπίδα έσβησε, πως ήρθε πια η ώρα να τα διαγράψω όλα και να πηγαίνω για ύπνο. Μάταια φυλλομετρώ τη ζωή μου. Το πρόσωπό μου ξεκολλά απ' το πρόσωπό μου και πέφτει μέσα μου, σαν ένα σιωπηλό φρούτο που σάπισε. Ούτε ένας ήχος, ούτε ένας στεναγμός. Και ξαφνικά, αναποφάσιστος μέσα στο φως, ο αρχαίο πύργος που αναγέρθηκε μεταξύ χτές και αύριο. Θυμάμαι, θυμάμαι καλά τη σκάλα, τα φαγωμένα σκαλοπάτια, τη ναυτία και τον ίλιγγο. Εδώ έκλαψα, εδώ τραγούδησα. Μ' αυτές τις πέτρες σ' έφτιαξα, πύργε των φλογερών και μπερδεμένων λέξεων, σωρέ από στραπατσαρισμένα γράμματα. Όχι. Μείνε αν θες, για ν' αναλογιστείς αυτό που υπήρξε. Εγώ φεύγω να βρώ τι είμαι, αυτό που ήδη αρχινάει να είναι, ο απόγονος και πρόγονος μου, ο πατέρας μου και γιός μου, ο διαφορετικός όμοιός μου. Ο άνθρωπος αρχίζει εκεί που πεθαίνει. Πηγαίνω στη γέννησή μου.

Οκτάβιο Παζ

Η πέτρα του ήλιου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου